- αμαρτήδην
- ἁμαρτήδην επίρρ. (Μ)αμαρτή*.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁμαρτῇ + παραγ. κατάλ. επίρρ. -δην].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἁμαρτήδην — together indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμαρτή — ἁμαρτῇ και ἁμαρτῆ ή ἁμαρτῆ επίρρ. (Α) τον ίδιο χρόνο, συγχρόνως, μαζί. [ΕΤΥΜΟΛ. Άχρηστος τ. οργανικής πτώσης τού επιθ. *ἅμαρτος με επιρρηματική χρήση. Με το επίθ. *ἅμαρτος συνδέεται επίσης και ο ρηματ. τ. ἀμαρτῶ. Η λ. άμαρτος θεωρείται σύνθετη… … Dictionary of Greek